ολιγογνώμων

ολιγογνώμων
ὀλιγογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής
2. ανόητος, αφελής, μικρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγογνώμων — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογνώμονα — ὀλιγογνώμων neut nom/voc/acc pl ὀλιγογνώμων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόγνωμον — ὀλιγογνώμων masc/fem voc sg ὀλιγογνώμων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογνώμονας — ὀλιγογνώμων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογνώμονες — ὀλιγογνώμων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγογνώμοσιν — ὀλιγογνώμων dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”