- ολιγογνώμων
- ὀλιγογνώμων, -ον (Α)1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής2. ανόητος, αφελής, μικρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ-γνώμων].
Dictionary of Greek. 2013.